-
1 ἐν-δεής
ἐν-δεής, ές, ermangelnd, bedürftig; πολλῶν ἐνδεής, im Ggstz von αὐτάρκης, Plat. Rep. II, 369 b u. öfter; πόλεις πολλαὶ διώλοντ' ἐνδεεῖς στρατηλάτου Eur. Suppl. 192; ψιλῶν ἀκοντιστῶν Thuc. 3, 97; ὧν αὐτοὶ ἐνδεεῖς εἰσιν, ὑμεῖς δὲ πλουτεῖτε Isocr. 2, 1; οὐδὲν ἐνδεὲς ποιούμενος, Nichts übrig lassend, Soph. Phil. 375; μηδὲν ἐνδεὲς λιπεῖν Eur. Phoen. 385; ἐνδεὴς τὴν ὄψιν, vom Kyklopen, Luc. D. mar. 1, 2. – Dah. = nachstehend, schwächer, bes. im comp., αἰσχρὰ σοῦ γέ μ' ἐνδεέστερον ξένῳ φανῆναι Soph. Phil. 520, daß ich dem Fremden als Einer, der dir nachsteht, erscheine; ἐνδεέστερα φαίνεται τὰ ἡμέτερα πρήγματα Her. 7, 48; Folgde; τῇ παρασκευῇ, in der Rüstung, Thuc. 2, 87; ταῖς οὐσίαις Isocr. 4, 105; τὰ κρείσσω μηδὲ τἀνδεᾶ λέγων, das Schlechtere, Soph. O. C. 1432; γένος οὐδενὸς ἐνδεής, Keinem an Geburt nachstehend, Xen. Hell. 7, 1, 23; ἐνδεέστεροί τι ἡμῶν ὅτι οὐ πεπαίδευνται Cyr. 2, 2, 1; τῆς δυνάμεως ἐνδεᾶ πρᾶξαι Thuc. 1, 70, weniger als man kann; vgl. Plut. Sol. 16. – Dah. nicht hinreichend, Ggstz von ἱκανός, πρὸς τὸν πόλεμον Plat. Prot. 322 e, vgl. Legg. VII, 802 b; unvollkommen, συνϑῆκαι Thuc. 8, 36; τὸ ἐνδεές, die Beschränktheit des Geistes, 3, 83; ἐν τῷ σώματι ἐνδεές τι ἔχειν, ein Gebrechen haben, Xen. Cyr. 8, 1, 40. – Man bemerke noch σμικροῠ τινος ἐνδ. εἰμι πάντ' ἔχειν Plat. Prot. 329 b. – Adv. ἐνδεῶς, z. B. ἔχειν τινός, ermangeln, Plut. Nic. 27 u. A.; Ggstz ἱκανῶς, Plat. Phaed. 88 e; ἐνδεεστέρως ἔχειν 74 e, wie Thuc. 4, 39; Xen. Lac. 2, 5.
-
2 ενδεης
21) лишенный, нуждающийся(τῶν ἀναγκαίων Arst.; λογισμοῦ Plut.)
ὁπότε ἐ. εἴη Xen. — когда у него не хватало средств;σμικροῦ τινος ἐ. εἰμι Plat. — мне не хватает немногого;2) нехватающий, недостающийοὐδὲν ἐνδεὲς ποιούμενος Soph. — не пропуская ничего;
εὗρον ἐνδεεῖς διαλλαγάς Eur. — я нашел, что примирение невозможно3) тж. compar. недостаточный, неполный, неудовлетворительный(τὰ πρήγματα Her.; συνθῆκαι Thuc.; πρός τι Plat.)
ἑνός μοι μῦθος ἐ. ἔτι Eur. — мне остается сказать еще одно слово4) преимущ. compar. худший, низший или меньший, уступающий(τῇ παρασκευῇ Thuc.; ταῖς οὐσίαις Isocr.)
γένος οὐδενὸς ἐ. Xen. — никому не уступающий в родовитости;αἰσχρὰ σοῦ μ΄ ἐδεέστερον ξένῳ φανῆναι πρὸς τὸ καίριον πονεῖν Soph. — мне стыдно (было бы) отстать от тебя в помощи (этому) иноземцу;ἐνδέεστεροί τι ἡμῶν Xen. — стоящие ниже нас в какой-то степени -
3 ἐνδεής
ἐν-δεής, ές, ermangelnd, bedürftig; οὐδὲν ἐνδεὲς ποιούμενος, nichts übrig lassend; ἐνδεὴς τὴν ὄψιν, vom Kyklopen. Dah. = nachstehend, schwächer; αἰσχρὰ σοῦ γέ μ' ἐνδεέστερον ξένῳ φανῆναι, daß ich dem Fremden als einer, der dir nachsteht, erscheine; τῇ παρασκευῇ, in der Rüstung; τὰ κρείσσω μηδὲ τἀνδεᾶ λέγων, das Schlechtere; γένος οὐδενὸς ἐνδεής, keinem an Geburt nachstehend; τῆς δυνάμεως ἐνδεᾶ πρᾶξαι, weniger als man kann. Dah. nicht hinreichend, Ggstz von ἱκανός; unvollkommen; τὸ ἐνδεές, die Beschränktheit des Geistes; ἐν τῷ σώματι ἐνδεές τι ἔχειν, ein Gebrechen haben. Adv. ἐνδεῶς, z. B. ἔχειν τινός, ermangeln; Ggstz ἱκανῶς -
4 κρατέω
κρᾰτ-έω, [dialect] Aeol. [full] κρετέω, [tense] aor. inf. [full] κρέτησαι Sapph. Supp.9.5:— [voice] Med., [tense] aor. ἐπι-κρατησάμενοι v.l. in Gal.UP6.13:—[voice] Pass., [tense] fut.Aκρατήσομαι Aristid.1.501
J. and, with v.l. κρατηθήσομαι, Th.4.9:—to be strong, powerful: hence,I abs., rule, hold sway,Ἤλιδα.., ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοί Od.13.275
,15.298; μέγα κρατέων ἤνασσε with mighty sway.., Il.16.172;ἅπας δὲ τραχύς, ὅστις ἂν νέον κρατῇ A.Pr.35
; ὁ κρατῶν the ruler, Id.Ag. 951, 1664, S.Ant. 738, etc.;θῶπτε τὸν κρατοῦντ' ἀεί A.Pr. 937
;οἱ κρατοῦντες Id.Ch. 267
, S.OT 530, etc.;τὸ κρατοῦν E.Andr. 133
(lyr.), Pl.Lg. 714c, Arist.Pol. 1255a15; ἡ κρατοῦσα the lady of the house, A.Ch. 734.2 in Poets, c. dat., rule among,μέγα κρατέεις νεκύεσσιν Od.11.485
;ἀνδράσι καὶ θεοῖσι 16.265
; Φθίᾳ rule in Phthia, Pi.N.4.50;ἐν Ἰλιάδι χθονί E.El.4
.3 c. gen., to be lord or master of, rule over, πάντων Ἀργείων, πάντων, Il.1.79, 288, cf. Od. 15.274; (lyr.); ; ; κ. τοῦ βίου to be master of.., And.1.137;αὑτοῦ κ. S.Aj. 1099
, Antipho 5.26, cf. S.OC 405;ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν Pl.Smp. 196c
, etc.;τῶν πραγμάτων D.2.27
; τοῦ μὴ πείθεσθαι τοῖς νόμοις κρατῆσαι to be above obedience.., X.Lac.4.6.II conquer, prevail, get the upper hand, abs., A.Ag. 324, etc.;πολλῷ ἐκράτησαν Hdt.5.77
;εἰ τὰ τοῦ Μήδου κρατήσειε Th.3.62
;ὁ μὴ πειθόμενος κρατεῖ Pl.Phdr. 272b
;ἔνθα τἀναιδὲς κρατεῖ Diph.111
: c. dat. modi, κ. τῇ γνώμῃ prevail in opinion, Hdt.9.42; πάλᾳ, ἱπποδρομίᾳ, Pi.O.8.20, I.3.13; ;ταῖς ναυσί Ar.Ach. 648
;τῷ Φοινίκων ναυτικῷ Th.1.16
; alsoθουρίῳ ἐν Ἄρει S.Aj. 614
(lyr.);ἐν τοῖς πολέμοις Ar.Pl. 184
: c.acc.cogn.,κ. στάδιον B. 6.15
, cf. 7;ὀκτὼ νίκας E.Epigr.1
;τὸν ἀγῶνα D.21.18
; τὴν μάχην v.l. for τῇ μάχῃ in D.S.18.30;τὴν πρεσβείαν Philostr.VS1.21.6
; πάντα in all things, S.OT 1522; οἱ κρατοῦντες the conquerors, X.An.3.2.26;τὰ κατὰ πόλεμον κρατούμενα τῶν κρατούντων εἶναί φασιν Arist.Pol. 1255a7
.c of reports, etc., prevail, become current,φάτις κρατεῖ A.Supp. 293
, S.Aj. 978;λόγος κ. A.Pers. 738
; ;κρατεῖ ἡ φήμη παρά τισι Plb. 9.26.11
.2 c.inf., prevail so that,κ. τῷ πλήθει ὥστε μὴ αὐτίκα τὰς πύλας ἀνοίγεσθαι Th.4.104
: impers., κατθανεῖν κρατεῖ 'tis better to.., A.Ag. 1364;κρατεῖ μὴ γιγνώσκοντ' ἀπολέσθαι E.Hipp. 248
(anap.).3 c.gen., conquer, prevail over,τῶν ἐναντίων S.Fr.85
, cf. OC 646, A.Th. 955 (lyr.), etc.;κ. τινὸς τὸν ἀγῶνα Philostr.Her.2.5
: metaph., ; κ. τῆς διαβολῆς get the better of it, Lys.19.53; ὁ λόγος τοῦ ἔργου ἐκράτει surpassed, went beyond it, Th.1.69; ἡ φύσις.. τῶν διδαγμάτων κρατεῖ is better than.., Men. Mon. 213, cf. 169.b of food, digest, assimilate, Hp.VM3,14, Mnesith. ap. Ath.2.54b, Phylotim.ib.3.79c:—[voice] Pass., Hp.Epid.6.5.15;τῆς τροφῆς μὴ κρατηθείσης Plu.2.654b
.4 c.acc., conquer, master, Pi.N.10.25, A.Pr. 215, Th. 189, E.Alc. 490, Ar.Nu. 1346, Av. 420, X. An.7.6.32, etc.; μάχῃ, τῷ πολέμῳ τινά, Th.6.2, Aeschin.2.30;τῷ λόγῳ τινά Ar.V. 539
; πάχει μάκει τε in.., Pi.P.4.245; outdo,τοὺς φίλους εὖ ποιῶν X.Hier.11.15
; ; surpass,κρατεῖ δὲ ὁ τῆς ἡδονῆς [βίος] τὸν τῆς φρονήσεως Pl.Phlb. 12a
:—[voice] Pass., to be overcome, A.Th. 750 (lyr.), etc.; (lyr.);ὑπὸ τοῦ ὕπνου Hdt.2.121
.δ'; ὑπὸ τῶν ἡδονῶν Pl.Lg. 633e
.III become master of, get possession of, τῆς ἀρχῆς, τῶν νεκρῶν, Hdt.1.92,4.111;πολλὰ φρονέοντα μηδενὸς κ. Id.9.16
; ;οὔπω ἡ βουλή σου ἐκράτει Lys.13.26
;κ. τῆς γῆς Th.3.6
;ναυσὶ τῆς θαλάσσης Pl.Mx. 240a
; κ. τῆς λέξεως have it at command, remember it, Ath.7.275b; master by the intellect,πάντων τῶν τῆς ἱστορίας μερῶν Plb.16.20.2
:—[voice] Pass., to be mastered,δεῖ ἐν ταῖς τέχναις καὶ ἐπιστήμαις ταῦτα κρατεῖσθαι Arist.Pol. 1331b38
, cf. Po. 1456a10 (prob.for κροτεῖσθαι).2 c.acc.rei, seize, win and keep, esp.by force,πᾶσαν αἶαν A.Supp. 255
; ; seize, hold fast, arrest, τινα Batr.63, Plb.8.18.8, Ev.Matt.14.3;τένοντα Batr.233
;τὰς χεῖράς τινος PLips. 40iii2
(iv/v A.D.); secure, grasp, τὴν ἀκατονόμαστον Τριάσα Zos.Alch.p.230 B.3 hold up, support, τινα D.H.4.38; maintain a military post, X.An.5.6.7; hold fast,τὰς παραδόσεις 2 Ep.Thess.2.15
; keep, retain, PTeb.61 (b).229 (ii B.C.):—[voice] Pass., οὐκ ἦν δυνατὸν κρατεῖσθαι αὐτὸν ὑπ' αὐτοῦ (sc. τοῦ θανάτου) Act.Ap.2.24; ἡ κτῆσις τοῖς τέκνοις κεκράτηται has been reserved for, settled upon, POxy. 237 viii 36 (ii A.D.).4 in Law, possess a title to, κ. καὶ κυριεύειν c.gen., PTeb.319.19 (iii A.D.), etc.b sequester, place under embargo, OGI1669.23 ([voice] Pass., Egypt, i A.D.), BGU 742 iii 6 ([voice] Pass., ii A.D.).5 hold in the hand, ;πόαν Dsc.3.93
;ἄρτον Plu.2.99d
;σκῆπτρον Ath.7.289c
, cf. Luc.Am.44, Ach.Tat.1.6, etc.;δακτύλιον PMag.Lond.46.451
(iv A.D.).V control, command, A.Ag.10, E. Hec. 282:—[voice] Pass., αἰσχρὰ τῷ νόμῳ κρατούμενα controlled by.., Ar.Av. 755;κρατεῖσθαι ὑπὸ τοῦ προβουλεύματος D.H.9.52
;διαθέσει Porph. Sent.27
. -
5 τύχη
τύχη [pron. full] [ῠ], ἡ, [dialect] Boeot. [full] τιούχα IG7.2809.1 (Hyettus, iii B. C.), [full] τούχα ib.3083 (Lebad., iii B. C.): (Aτεύχω, τυγχάνω A. 1.2
):—the act of a god,τύχᾳ δαίμονος Pi.O.8.67
; ;τύχᾳ θεῶν Pi.P.8.53
; σὺν θεοῦ τύχᾳ, σὺν Χαρίτων τύχᾳ, Id.N.6.24, 4.7;θείῃ τύχῃ Hdt.1.126
, 3.139, 4.8, 5.92.γ; ἐὰν θεία τις συμβῇ τ. Pl.R. 592a
;θείᾳ τινὶ τύχῃ Id.Ep. 327e
;ἐκ θείας τύχης S.Ph. 1326
;δαιμονίως ἔκ τινος τ. Pl.Ti. 25e
;πῶς οὖν μάχωμα θνητὸς ὢν θείᾳ τύχῃ; S.Fr. 196
; ἆρα θείᾳ κἀπόνῳ τάλας τύχῃ [ὄλωλε]; Id.OC 1585;ἐμὲ.. δαιμονία τις τύχη κατέχει Pl.Hp.Ma. 304c
: (lyr.);ἐξεπλήσσου τῇ τ. τῇ τῶν θεῶν Id.IA 351
(troch.);δαίμονος τύχα βαρεῖα Id.Rh. 728
(lyr.);τὰς.. δαιμόνων τ. ὅστις φέρει κάλλιστα Id.Fr.37
.b the act of a human being, πέμψον τιν' ὅστις σημανεῖ—ποίας τύχας; will order—what action? Id.IT 1209 (troch.).2 esp. ἀναγκαία τύχη, as a paraphrase for Ἀνάγκη, Necessity, Fate,τέθνηκ' Ὀρέστης ἐξ ἀναγκαίας τύχης S.El. 48
;τῆς ἀ. τ. οὐκ ἔστιν οὐδὲν μεῖζον ἀνθρώποις κακόν Id.Aj. 485
; πρόστητ' ἀ. τ. ib. 803;εἴ τις ἀ. τ. γίγνοιτο Pl.Lg. 806a
: also pl.,ἀλλ' ἥκομεν γὰρ εἰς ἀναγκαίας τύχας θυγατρὸς αἱματηρὸν ἐκπρᾶξαι φόνον E. IA 511
.II regarded as an agent or cause beyond human control:1 fortune, providence, fate,πάντα τύχη καὶ μοῖρα, Περίκλεες, ἀνδρὶ δίδωσι Archil.16
;ἡμῖν ἐκ πάντων τοῦτ' ἀπένειμε τύχη Simon.100
;πύργοις δ' ἀπειλεῖ δείν', ἃ μὴ κραίνοι τύχη A.Th. 426
;ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ Pi.O.14.15
;μετὰ τύχης ευ'μενοῦς Pl.Lg. 813a
; ;ὁρμώμενον βροτοῖσιν εὐπόμπῳ τύχῃ Id.Eu.93
: personified,Σώτειρα Τύχα Pi.O.12.2
;Τ. Σωτήρ A. Ag. 664
, cf. S.OT80; ἐμαυτὸν παῖδα τῆς Τ. νέμων τῆς εὖ διδούσης ib. 1080; <Τύχα>.. Προμαθείας θυγάτηρ Alcm.62
, cf. Pi.Fr.41, D.Chr. 63.7;πάντων τύραννος ἡ Τύχη 'στὶ τῶν θεῶν Trag.Adesp.506
, cf. 505;Τύχα, μερόπων ἀρχά τε καὶ τέρμα.. προφερεστάτα θεῶν Lyr.Adesp.139
.2 chance, regarded as an impersonal cause,τύχη φορὰ ἐξ ἀδήλου εἰς ἄδηλον, καὶ ἡ ἐκ τοῦ αὐτομάτου αἰτία δαιμονίας πράξεως Pl.Def. 411b
; coupled with τὸ αὐτόματον, Arist.Ph. 195b31, al.; defined asαἰτία ἄδηλος ἀνθρωπίνῳ λογισμῷ Stoic.2.281
; ;τὰ τῆς τύχης φέρειν δεῖ γνησίως τὸν εὐγενῆ Antiph.281
, cf. Apollod.Com.17, Alex.252, Men. 205;οὐκ ἔχουσιν αἱ τ. φρένας Alex.287
;τῆς ἀναγκαίας μέν, ἀγνώμονος δὲ τ. οὐχ ὡς δίκαιον ἦν, ἀλλ' ὡς ἐβούλετο, κρινάσης τὸν ἀγῶνα D.Ep.2.5
; personified and said to be blind, Men.417b, Kon.14, Plu. 2.98a;τί δ' ἂν φοβοῖτ' ἄνθρωπος, ᾧ τὰ τῆς τ. κρατεῖ, πρόνοια δ' ἐστὶν οὐδενὸς σαφής; S.OT 977
; ἂν μὲν ἡ τ. συνεπιλαμβάνηται.., ἂν δ' ἀντιπίπτῃ τὰ τῆς τ., Plb.2.49.7,8;ἡ Τ. σχεδὸν ἅπαντα τὰ τῆς οἰκουμένης πράγματα πρὸς ἓν ἔκλινε μέρος Id.1.4.1
, cf. 1.63.9, 2.38.5, 36.17.1;τῆς Τ. ὥσπερ ἐπίτηδες ἀναβιβαζούσης ἐπὶ σκηνὴν τὴν τῶν Ῥοδίων ἄγνοιαν Id.29.19.2
, cf. 23.10.16, Dem.Phal.39J.; οὐκ ἂν ἐν τύχῃ γίγνεσθαι σφίσι would not depend on chance, Th.4.73; , cf. 69; τύχῃ by chance, S.Ant. 1182, Ph. 546, Th.1.144, etc.; opp. φύσει, Pl.Prt. 323d; ἀπὸ τύχης, opp. ἀπὸ παρασκευῆς, Lys.21.10; opp. ἀπὸ φύσεως, Arist. Metaph. 1032a29;ἀπὸ τ. ἀπροσδοκήτου Pl.Lg. 920d
; , R. 499b, etc.;διὰ τύχην Isoc.4.132
, 9.45;δίκαιος οὐδεὶς ἀπὸ τύχης οὐδὲ διὰ τὴν τ. Arist.Pol. 1323b29
;κατὰ τύχην Th.3.49
, X.HG3.4.13;τῆς τ. εὖ μετεστεώσης Hdt.1.118
;τὸ τῆς τ. ἀφανές E.Alc. 785
, cf. D.4.45.III regarded as a result:1 good fortune, success,δὸς ἄμμι τ. εὐδαιμονίην τε h.Hom.11.5
;μοῦνον ἀνδρὶ γένοιτο τ. Thgn.130
;τ. μόνον προσείη Ar.Av. 1315
(lyr.);εἴ οἱ τ. ἐπίσποιτο Hdt.7.10
.δ, cf. 1.32; σὲ γὰρ θεοὶ ἐπορῶσι· οὐ γὰρ ἄν.. ἐς τοσοῦτο τύχης ἀπίκευ ib. 124;ἐπειδήπερ ἐν τούτῳ τύχης εἰσί Th.7.33
;σὺν τύχᾳ Pi.N.5.48
, cf. S.Ph. 775; σὺν τ. τινί A Ch.138, cf. Th.472;τύχᾳ Pi.N.10.25
, E.El. 594 (lyr.); οὐ πεποιθότες τύχῃ not believing in our good fortune, A.Ag. 668; γλῶσσαν ἐν τύχᾳ νέμων ib. 685 (lyr.); σοφῶν γὰρ ἀνδρῶν ταῦτα, μὴ 'κβάντας τύχης, καιρὸν λαβόντας, ἡδονὰς ἄλλας λαβεῖν without stepping out of success already attained, E.IT 907;τὰς γὰρ παρούσας οὐχὶ σῴζοντες τ. ὤλοντ' ἐρῶντες μειζόνων ἀβουλίᾳ Id.Fr. 1077
: c. gen. rei,Ζεῦ τέλει', αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῖαν Pi.O.13.115
.2 ill fortune,τὰς ἐκ θεῶν τύχας δοθείσας.. φέρειν S.Ph. 1317
; κατὰ τύχας in misfortune, opp.κατὰ.. εὐπραγίας, Pl.Lg. 732c;τοιαύτῃσι περιέπιπτον τύχῃσι Hdt. 6.16
; τύχῃ by ill-luck, opp. ἀδικίᾳ, Antipho 6.1; opp. προνοίᾳ, Id.5.6; ἔστιν ἡ τ. τοῦ ἄρξαντος the ill-luck is his who began the fray, Id.4.4.8; of death, ἢν χρήσωνται τύχῃ, i. e. if they are killed, E.Heracl. 714, cf. And.1.120, X.Cyn.5.29;δεχομένοις λέγεις θανεῖν σε, τὴν τ. δ' αἱρούμεθα A.Ag. 1653
;τ. ἑλεῖν Id.Supp. 380
, cf. Pr. 106, 274, 290 (anap.); : personified, εἰ μὴ τὴν Τ. αὐτὴν λέγεις *misfortune herself, ib. 786.3 in a neutral sense, mostly in pl. 'fortunes',ποίαις ὁμιλήσει τύχαις Pi. N.1.61
;πρὸς τὸ παρὸν ἀεὶ βουλεύεσθαι καὶ ταῖς τ. ἐπακολουθεῖν Isoc.6.34
; τὴν ἐλπίδ' οὐ χρὴ τῆς τ. κρίνειν πάρος the event, S.Tr. 724;ἐπὶ τῇσι παρεούσῃσι τύχῃσι Hdt.7.236
;ἐγὼ δὲ τὴν παροῦσαν ἀντλήσω τ. A.Pr. 377
;φέρειν ἀνάγκη τὰς παρεστώσας τ. E.Or. 1024
: c. gen. rei,κοινὰς εἶναι τὰς τ. τοῖς ἅπασι καὶ τῶν κακῶν καὶ τῶν ἀγαθῶν Lys.24
. 22.4 the quality of the fortune or fate may be indicated by an Adj., ἀγαθὴ τ. or ἡ ἀγαθὴ τ., A.Ag. 755 (lyr.), Ar. Pax 360, D.Ep.4.3, etc.;πολλῇ χρῷτ' ἂν ἀγαθῇ τ. Pl.Lg. 640d
; freq. in prayers and good wishes,εὐχώμεσθα Διὶ.. θεσμοῖς τοῖσδε τ. ἀγαθὴν καὶ κῦδος ὀπάσσαι Sol.[31]
; θεὸς τ. ἀγαθάν (sc. δότω) GDI1930, al. (Delph., ii B. C.): in nom.,θεός, τύχα ἀγαθά IG42(1).47.1
, 121.1 (Epid., iv B.C.), 73.1 (ibid., iii B.C.): freq. in dat., ἀγαθῇ τύχῃ by God's help, Lat. quod di bene vortant, ἀγαθᾷ τύχᾳ ib.103.119 (ibid., iv B. C.);ἀλλ' ἴωμεν ἀγαθῇ τ. Pl.Lg. 625c
;ταῦτα ποιεῖτ' ἀγ. τ. D.3.18
;τύχῃ ἀγαθῇ And. 1.120
, Pl.Smp. 177e, Cri. 43d, etc.; in Com. with crasis,ἡγοῦ δὴ σὺ νῷν τύχἀγαθῇ Ar.Av. 675
, cf. 436, Ec. 131, Nicostr.Com.19; as a formula in treaties, decrees, etc., Αάχης εἶπε, τύχῃ ἀγαθῇ τῇ Ἀθηναίων ποιεῖσθαι τὴν ἐκεχειρίαν Decr. ap. Th.4.118, etc.;ἀγ. τ. τῇ Ἀθηναίων IG12.39.40
; alsoἐπ' ἀγαθῇ τ. Ar.V. 869
, cf. Pl.Lg. 757e; μετ' ἀγαθῆς τ. ib. 732d; τύχῃ ἀμείνονι, ἐπ' ἀμείνοσι τύχαις, ib. 856e, 878a; alsoτύχᾳ σὺν ἔσλᾳ Sapph.Supp.9.4
;ἐπὶ τύχῃσι χρηστῇσι Hdt.1.119
: with κακός or equivalent words,τ. παλίγκοτος A.Ag. 571
;ἡ δέ τοι τ. κακὴ μὲν αὕτη γ' ἀλλὰ συγγνώμην ἔχει S.Tr. 328
;ἐν τοιᾷδε κείμενος κακῇ τ. Id.Aj. 323
;τίς τῆσδ' ἔτ' ἐχθίων τύχη; A. Pers. 438
; ;ὅταν τις ἡμῶν δυστυχῆ λάβῃ τ. Id.Tr. 471
, cf. Th.5.102;ἀλιτηριώδης τ. Pl. Lg. 881e
;ποινὴν καὶ κακὴν τ. S.E.M.5.16
.5 with gen. (or possess. Adj.) of the person who enjoys or endures the fortune or fate,τῶν ἐν Θερμοπύλαις θανόντων εὐκλεὴς μὲν ἁ τύχα, καλὸς δ' ὁ πότμος Simon.4.2
;θεῶν δ' ὄπιν ἄφθιτον αἰτέω, Εέναρκες, ὑμετέραις τύχαις Pi.P.8.72
;ὤμοι βαρείας ἆρα τῆς ἐμῆς τ. S.Aj. 980
;κατεδάκρυσε τὴν ἑαυτοῦ τ. X.Cyr.5.4.31
;ἐπὶ τῇ τῶν Ἀρκάδων τ. ἥσθησαν Id.HG7.1.32
;πρὸς τὰς τ. τῶν ἐναντίων ἐπαίρεσθαι Th.6.11
;τῆς ὑμετέρας τ. D.1.1
;τὴν ἰδίαν τ. τὴν ἐμὴν καὶ τὴν ἑνὸς ἡμῶν ἑκάστου Id.18.255
.IV the τ. or ἀγαθὴ τ. of a person or city is sts. thought of as permanently belonging to him or it, as a faculty for good fortune, destiny, almost = δαίμων 1.2, 11.3,τὸν δαίμονα καὶ τὴν τ. τὴν συμπαρακολουθοῦσαν τῷ ἀνθρώπῳ φυλάξασθαι Aeschin.3.157
;ἐπισφαλές ἐστι πιστεύειν ἀνδρὸς ἑνὸς τύχῃ τηλικαῦτα πράγματα Plu.Fab.26
;νὴ τὴν σὴν τ. Arr.Epict.2.20.29
: personified,θύειν Τύχῃ Ἀγαθῇ πατρὸς καὶ μητρὸς Ποσειδωνίου κριόν SIG1044.34
(Halic., iv/iii B. C.); a statue of the Τύχη of the City of Antioch executed by Eutychides, Paus.6.2.7: so of rulers, (Halic., iii B.C.);διὰ τὴν τ. τοῦ θεοῦ καὶ κυρίου βασιλέως BGU1764.8
(i B. C.);νὴ τὴν Καίσαρος τ. Arr. Epict.4.1.14
;ὀμνύω τὴν.. Σεβαστοῦ τ. Sammelb.7440.19
(ii A. D.), cf. BGU1583.23 (ii A. D.); of officials, e.g. theἐπιστράτηγος, ἐάν σου τῇ εὐμενεστάτῃ τύχῃ δόξῃ Sammelb.7361.21
(iii A. D.).2 = Lat. Fortuna; Τ. Σωτήριος, = Fortuna Redux, Mon.Anc.Gr.6.7; Τ. Πρωτογένεια, = F. Primigenia, SIG1133 (Delos, ii B. C.).3 position, station in life,ἐγὼ μὲν δὴ τοιαύτῃ συμβεβίωκα τύχῃ.., σὺ δ' ὁ σεμνὸς.. σκόπει.. ποίᾳ τινὶ κέχρησαι τύχῃ.. τὸ μέλαν τρίβων κτλ. D.18.258
;πάσῃ τ. καὶ ἡλικίᾳ BCH15.184
, 198,204 ([place name] Panamara);οἰκέτης τὴν τ. Ael.NA7.48
; ;οἱ δουλικὴν τ. εἰληχότες POxy.1186.5
(iv A. D.), cf. 1101.7,11,21,24 (iv A. D.), etc.; rank,βουλευτικὴ τ. PLond.3.1015.1
,4 (vi A. D.), cf. Cod.Just. 1.3.52.1, 4.20.15.1, 9.5.2.V Astrol. uses:VI Pythag. name for 7, Theol.Ar.44.
См. также в других словарях:
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
βρομόγλωσσα — η 1. γλώσσα χυδαία, που μιλάει αισχρά: Καταλήξαμε σε καβγά με τη βρομόγλωσσά σου. 2. άνθρωπος συκοφάντης, χυδαίος: Η γυναίκα του είναι μια βρομόγλωσσα, που την τρέμει όλη η γειτονιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)